ανεμοσκορπίζω

ανεμοσκορπίζω
μετ.
1) развеивать по ветру; 2) перен. расточать, проматывать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ανεμοσκορπίζω" в других словарях:

  • ανεμοσκορπίζω — 1. σκορπίζω στους ανέμους, ασωτεύω, σπαταλώ 2. «αδικομαζώματα ανεμοσκορπίσματα» τα αποκτώμενα με άδικον τρόπο ξοδεύονται αφειδώς χωρίς να πιάνουν τόπο …   Dictionary of Greek

  • ανεμοσκορπίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, διασκορπίζω εδώ κι εκεί, σπαταλώ: Κληρονόμησε μια μεγάλη περιουσία, αλλά την ανεμοσκόρπισε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

  • ανεμοσκορπώ — ( άω) ανεμοσκορπίζω* …   Dictionary of Greek

  • ανεμοστροβιλίζω — 1. στριφογυρίζω σαν ανεμοστρόβιλος 2. περιστρέφω κάτι ανάλαφρα και γρήγορα 3. τρέχω ταχύτατα (σαν να προκαλώ ανεμοστρόβιλο με την κίνησή μου) 4. ανεμοσκορπίζω, σπαταλώ 5. φρ. «ανεμοστροβιλίζει» πέφτουν νιφάδες χιονιού τις οποίες στροβιλίζει ο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»